- οπτόπλινθος
- ητεχνολ. τεχνητό δομικό υλικό που κατασκευάζεται, συνήθως σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με αργιλοχώματα αναμεμιγμένα με μικρές ποσότητες άμμου σε νερό και που μετά τη μορφοποίησή του αποξηραίνεται στον αέρα και, τέλος, ψήνεται σε ειδικούς κλιβάνους, κν. τούβλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στεφ. Π. Εμμ. Γιαννόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.